Ορισμός
Η λύσσα είναι ιογενής λοίμωξη που προσβάλλει το νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό των θηλαστικών.
Προκαλείται από ένα ιό της οικογένειας των Ραβδοϊών. Ο ιός επιβιώνει στο περιβάλλον ιδιαίτερα σε συνθήκες ψύχους. Ο ιός απαντάται συνήθως στο σάλιο των προσβεβλημένων ζώων. Μπορεί να προσβληθούν κάθε είδους θερμόαιμα θηλαστικά, άγρια και κατοικίδια, όπως αλεπούδες, λύκοι, τσακάλια, κουνάβια, ρακούν, νυχτερίδες, σκύλοι, γάτες, βοοειδή, αιγοπρόβατα, άλογα κ.τ.λ. Μολονότι η λύσσα απαντάται συνηθέστερα στα ζώα, μπορεί να μεταδοθεί από ένα μολυσμένο ζώο στον άνθρωπο. To 99% των ανθρώπινων θανάτων από λύσσα στον κόσμο συνδέονται με δήγμα (δάγκωμα) σκύλου. Τα πουλιά, τα ψάρια, τα ερπετά (π.χ. φίδια, σαύρες και χελώνες), τα αμφίβια (π.χ. βάτραχοι, σαλαμάνδρες) και τα έντομα δεν μολύνονται ούτε μεταδίδουν την νόσο.

ckcs
Επιδημιολογία

Η Ελλάδα ήταν ελεύθερη λύσσας από το 1987. Όμως τον Οκτώβριο 2012 έγινε διάγνωση λύσσας σε ζώο της άγριας πανίδας (κόκκινη αλεπού) στην περιοχή Παλαιόκαστρο Περιφερειακής Ενότητας (ΠΕ) Κοζάνης και στα μέσα Νοεμβρίου 2012 σε ποιμενικό σκύλο στη περιοχή Ιεροπηγής (ΠΕ) Καστοριάς. Σε συνέχεια της διάγνωσης των κρουσμάτων αυτών λύσσας οι περιοχές της Θράκης,
Ανατολικής, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας και Ηπείρου θεωρούνται περιοχές υψηλού κινδύνου στη χώρα μας. Ήδη το 2013 αναφέρεται και το πρώτο ανθρώπινο κρούσμα λύσσας στην περιοχή των Τρικάλων μετα από δάγκωμα γάτας.

Κλινική Εικόνα

Οι σκύλοι και γάτες έχουν μικρό χρονικό διάστημα λανθάνουσας φορείας με τη δυνατότητα να μεταδώσουν τον ιό (μέσω του σάλιου) πριν εκδηλώσουν κλινικά συμπτώματα χαρακτηριστικά της λύσσας. Το χρονικό αυτό διάστημα είναι συνήθως λίγες μέρες αλλά φτάνει μέχρι και δεκαπέντε (15) ημέρες.
Όταν το ζώο αρρωστήσει, εμφανίζει έκδηλα νευρολογικά συμπτώματα και αλλαγή της συμπεριφοράς που συνήθως εύκολα γίνονται αντιληπτά. Το ζώο παραμένει μεταδοτικό και κατά τη διάρκεια της νόσου η οποία έχει σύντομη διάρκεια μερικών ημερών και καταλήγει πάντα στο θάνατο.

ckcs

image source: www.liztraks.com 

Συμπτωματολογία στον σκύλο

Πρόδρομο στάδιο/ μανιακή μορφή:
– αλλαγή της συμπεριφοράς
-ο σκύλος παρουσιάζει νευρικότητα και περιφέρεται ανήσυχος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό
-τρομάζει με το παραμικρό
– είναι ανόρεχτος και παρουσιάζει ερεθισμό στο σημείο που δαγκώθηκε (συνήθως το δαγκώνει με μανία)
-στη συνέχεια το ζώο γίνεται πολύ επιθετικό και δαγκώνει στην κυριολεξία ότι βρεθεί μπροστά του, αντικείμενα, αλλά και ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του αφεντικού του αλλά και του ιδίου προκαλώντας σοβαρούς αυτοτραυματισμούς.
-από το στόμα του ζώου τρέχουν άφθονα σάλια που αδυνατεί να τα καταπιεί λόγω σπασμού των μυών της κατάποσης. Λόγω παράλυσης των φωνητικών χορδών, το γάβγισμα του αλλάζει και μεταβάλλεται σε βραχνό και τραχύ ουρλιαχτό.
-ακολουθούν γενικευμένοι σπασμοί και μυϊκή αταξία.
Παραλυτική μορφή:
-παράλυση του τραχήλου και των μυών της κατάποσης που συνοδεύεται με άφθονη σιαλόρροια
-πολλοί ιδιοκτήτες πιστεύουν ότι ο σκύλος τους κατάπιε κάποιο κόκκαλο και προσπαθούν να το βγάλουν για να βοηθήσουν τον σκύλο, εκθέτοντας τον εαυτό τους σε μόλυνση
-παράλυση άκρων, γενικευμένη παράλυση, θάνατος.

 

Αντιμετώπιση

Σε οποιαδήποτε υπόνοια επαφής με λυσσασμένο σκύλο, απαιτείται η άμεση επίσκεψη σε κτηνίατρο. Το ζώο θα πρέπει να περιοριστεί σε φυλασσόμενο χώρο για 15 ημέρες. Εάν δεν εκδηλώσει στο διάστημα αυτό λύσσα, τότε δεν ήταν μεταδοτικό τη στιγμή της έκθεσης (δεν υπήρχε ιός λύσσας στο σάλιο του) και δεν χρειάζεται να δοθεί προφυλακτική αγωγή. Πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν ακόμα και εμφανίσεις του έστω και μη αιχμαλωτισμένου ζώου που μαρτυρούν ότι είναι καλά στην υγεία του, κατά την περίοδο των 15 ημερών παρατήρησης κλπ. Αν ένα ζώο πέθανε ή αρρώστησε στην διάρκεια των 15 ημερών παρατήρησης, καλέστε άμεσα την οικεία Κτηνιατρική Υπηρεσία ή έναν Κτηνίατρο για να αξιολογήσει το ζώο όσο αφορά την λύσσα.
Αντιλυσσική αγωγή ή προφυλακτική αγωγή μετά την έκθεση (Post Exposure Prophylaxis, PEP).
Η όσο το δυνατόν ΓΡΗΓΟΡΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΥΜΑΤΩΝ αποτελεί ουσιώδες μέτρο προφύλαξης (προηγείται της χορήγησης εμβολίου ή και ορού).

Εντοπισμός όλων των τραυμάτων:

  • Άμεση και ενδελεχής πλύση τους σε βάθος με άφθονο νερό και σαπούνι ( ή έστω μόνο με νερό) για τουλάχιστον 10 λεπτά
  • Εφαρμογή σε αυτά αιθανόλης 70% (οινόπνευμα), ιωδίου (βάμμα ή υδατικό διάλυμα) ή άλλων αντισηπτικών που μπορούν να αδρανοποιήσουν τον ιό της λύσσας

Η αντιλυσσική αγωγή περιλαμβάνει μία δόση εμβολίου χορηγούμενο ενδομυϊκά στον δελτοειδή τις μέρες 0,3,7,14 και 28. Αν κριθεί ότι είναι απαραίτητος και ο αντιλυσσικός ορός (Rabies Immune Globulin, RIG), τότε αυτός χορηγείται ταυτόχρονα με την πρώτη δόση του εμβολίου ή το αργότερο μέχρι 8 ημέρες μετά, δηλαδή μέχρι και την ημέρα 7 (πλήρης αντιλυσσική αγωγή). Για να αποφευχθεί αποτυχία της αγωγής, τουλάχιστον η μισή ποσότητα ορού θα πρέπει να διηθείται μέσα και γύρω από την πληγή ή το τραύμα. Αν δεν είναι δυνατόν λόγω της θέσης του τραύματος, η χορήγηση του ορού (ή του υπόλοιπου ορού) γίνεται ενδομυϊκά σε σημείο απομακρυσμένο από το σημείο εμβολιασμού π.χ. ο γλουτός ή ο δελτοειδής της αντίθετης πλευράς από εκείνη όπου έγινε το εμβόλιο. Αυτοί που έχουν ανοσοποιηθεί πρόσφατα στο παρελθόν για λύσσα θα πρέπει να λάβουν μόνο το εμβόλιο τις μέρες 0 και 3 και 7 (χωρίς ορό).

image source: OH MY DOG! photography (Charlie and Lilo)

_________________________________________________

Κώστας Πουλόπουλος, ιατρός

Βιβλιογραφία

Π.Ο.Υ. (Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας)
http://www.who.int/rabies/trs931_%2006_05.pdf
ΚΕΕΛΠΝΟ (Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων)