Έγραψε η Σάμι Σουσάμι
για τις ανάγκες του Newsletter Ιουνίου 2014
 
 
[Η Σάμι Σουσάμι είναι ένα θηλυκό Κάβαλιερ 4 χρόνων που ζει στην Αθήνα με τους γονείς της. 
Είναι ανύπαντρη μητέρα 3 κουταβιών ονόματι Αζίζα (θήλυ), Άντζι (ξανά θήλυ) και Άμπι (άρρεν).]
 

Αγαπητέ αναγνώστη,

Εδώ Σάμι Σουσάμι. Σου γράφω από το κινητό της μητέρας μου, ξαπλωμένη στον καναπέ. Έξω βράδυ. Μέσα τιβί και κουρτίνες γκαστρωμένες από έναν Αίολο ιδιαζόντως μερακλή. Η μητέρα Μαίρη Παναγιωταρά. Ο πατέρας κλασικά στον υπολογιστή. Αναρωτιέμαι αν θα δεήσει ένας από τους δύο να ξεκουνηθεί και να αλλάξει κανάλι στην τηλεόραση, γιατί τώρα, που δεν έχει διαφημίσεις να πουλάνε κόμματα, τις βαριέμαι εκείνες που πουλάνε απορρυπαντικά. Από την άλλη, αρνούμαι πεισματικά να πλησιάσω το τηλεχειριστήριο. Το ξέχασες που η μικρή η Αζίζα τις προάλλες το δάγκωσε και τρέχαμε να παραγγείλουμε καινούριο; Μακριά από μένα οι μπελάδες. Θα κάτσω να βαριέμαι μέχρι να βαρεθεί και η ίδια η Βαρεμάρα.

Κι επειδή όλα κάπως έτσι αρχίζουν,
με ένα «ξάφνου»,
ένα «στα καλά καθούμενα»,
ένα κουδούνι πόρτας ή
μια αναπάντεχη διακοπή ρεύματος που ψάχνεις αναπτήρα για να ξεχωρίσεις ποια είναι η δική σου ουρά και ποια του διπλανού,
ΞΑΦΝΟΥ, λοιπόν, αφού δεν φιλοτιμήθηκε κανείς από τους δυο τους να αλλάξει κανάλι μπας και δω καμιά επανάληψη του «Μην αρχίσεις τη μουρμούρα»,
άρχισε η μουρμούρα στο δικό μας το κανάλι.

Μητέρα: «Λέω να πάρω τον Άμπι να κάνουμε λίγη εξάσκηση στο δωμάτιο. Κοίτα να απασχολήσεις τα παιδιά, δεν θέλω να σηκώσουν τη γειτονιά στο πόδι», παρήγγειλε στον πατέρα.

Όσο της απάντησε η Τρέμη -εκείνη η κυρία με τον Bulgari λαιμοδέτη, που καθόλου δεν τρέμει, σας διαβεβαιώ- άλλο τόσο της απάντησε ο πατέρας.

Εγώ το μυρίστηκα το μπαρούτι το δημητσανίτικο. Τι στα κομμάτια, τεσσάρων χρόνων έγινα, έκανα παιδιά, έχω μια άλφα πείρα στη ζωή, δεν θέλει να’σαι και Λάμπραντορ για να οσμιστείς αυτό που θα ακολουθήσει. Σηκώθηκα να πιάσω θεωρείο για το έργο. Η μητέρα πήρε τον Άμπι στο δωμάτιο, έκλεισε την πόρτα κι απέξω οι δυο μικρές χουλιγκάνες κόρες μου αρχίσανε το ψαλτήρι: γαβγίσματα, γρατζουνίσματα και τριπλά τόλουπ. Μάταια προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι η Μητέρα θέλει να περνάει προσωπικό χρόνο με τον καθένα από εμάς και να περιμένουν τη σειρά τους σαν καλά κορίτσια. Το πήρα απόφαση ότι ποτέ τα καλά κορίτσια δεν κάνουν καριέρα. Ξαπλάρω στα δροσερά πλακάκια του διαδρόμου και απολαμβάνω την παράσταση. Από μέσα ακουγόταν το τροπάρι της Μητέρας: «Κάτσε, Άμπι», «Σήκω, Άμπι», «Ξάπλωσε, Άμπι», «πες ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟ, Άμπι». Απ΄την άλλη μεριά της πόρτας, οι δυο μοίρες βαλάντωναν στο κλάμα. Και γάβα και γούβα και γάβα και γούβα. Ε ρε γλέντια. Θα πρέπει να πέρασε ένα δεκαπεντάλεπτο, γιατί τόσο μου παίρνει να λιανίσω τα μασουλητήρια που μου αγοράζουν για τα δόντια μου. Και όντως, είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Ανοίγει η πόρτα, πετάγεται η Μητέρα έξω σαν Ερμής με φτερωτά σανδάλια (είπα «σανδάλια» και να σημειώσω ότι η Αζίζα τής έχει φάει ΚΑΙ τις σαγιονάρες της) κι ορμάει στο καθιστικό. Ο πατέρας σαν πιστός Πηνελόπος στην ίδια θέση που τον είχε αφήσει, στον ηλεκτρονικό του αργαλειό.

Μητέρα: «Μα δεν είπαμε να παίξεις λίγο με τα παιδιά μέχρι να τελειώσω εγώ με τον Άμπι;»

Πατέρας: «ΕΣΥ το είπες. Εγώ δεν είπα τίποτα.»
Α, όλα κι όλα. Σε αυτό έχει δίκιο ο πατέρας.

Μητέρα: «Πλάκα μου κάνεις;»

Πατέρας: «Καθόλου δεν σου κάνω πλάκα. Εγώ φτιάχνω την πρόσκληση για τη Γενική Συνέλευση του ομίλου. Ποιος θα τα κάνει αυτά;»

Τουρκάλα η Μητέρα: «”Ποιος θα τα κάνει αυτά”; (με χέρια στη μέση:) “ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΑΥΤΑ”; ΕΓΩ δεν τα κάνω αυτά; Εγώ δεν φτιάχνω τις μακέτες; Εγώ δεν συντάσσω τα κείμενα;»

Στον λόγο μου σας το λέω, η μητέρα είπε «συντάσσω» σε real-time στιχομυθία. Είναι μουρλή με τη γλώσσα.

Καλαματιανός Πατέρας (τω όντι): «Εμένα μου ήρθε να το κάνω ΕΓΩ και να το κάνω ΤΩΡΑ. Υπάρχει κανένα πρόβλημα;»

Σε αυτό το σημείο να σας πω ότι η μητέρα δεν έχει κανένα πρόβλημα. Αυτό που την πιάνει και τρέμουν τα χέρια της είναι δική σας οπτική παραίσθηση. Και αυτό που μουρμουράει είναι ζέσταμα για τις φωνητικές χορδές. Όσο για αυτό που μπερδεύει τα ονόματά μας και μας λέει με άλλο όνομα τον καθένα μας, αυτό είναι εξάσκηση για εμάς τους ίδιους (λέει η μητέρα), για να δει αν έχουμε μάθει πώς μας λένε. Όχι, η μητέρα δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα.

Σε φάση τώρα-θα-σου-δείξω-εγώ η μητέρα μάς προσκαλεί και τους τέσσερις να ανεβούμε στο διπλό κρεβάτι. Άλλο που δεν θέλαμε εμείς. Πιάνει κι ένα βιβλίο του Τσιφόρου που αμάρτησε να το φτάσει στη σελίδα 115 και είπε να το συνεχίσει. Στέφθηκε με επιτυχία η εμβληματική της προσπάθεια να γεμίσει με 1 + 4 νοματαίους το παπλωματοδρόμιο (κι ΕΣΥ, αναγνώστη μου, αν ήσουν 7 κιλά μερίδα σαν εμένα, έτσι θα το έλεγες το διπλό κρεβάτι).

Κοντολογίς, χθες Κυριακή, 1 Ιούνη, βράδυ, με φουσκωμένες κουρτίνες, φουσκωμένη τη φλέβα της μητέρας στον κρόταφο και φουσκωμένα τα ολόλευκα στήθια μας από Καβαλιερική υπερηφάνια, εμείς χριστουγεννιάσαμε, για πρώτη φορά μακριά από το ατομικό μας κρεβατάκι, ολυμπιονίκες στην παστάδα των γονιών μας.

Θα πρέπει να ξημερώθηκε ο πολυγραφότατος πατέρας στον καναπέ, γιατί δεν χωρούσε να πλαγιάσει μαζί μας στο κρεβάτι. Και θα πρέπει να είπε μια πολύ γλυκιά καλημέρα σε όλους μας, όλους εμάς που ροχαλίζαμε πρίμο σεκόντο, όταν εκείνος νωρίς το πρωί σηκώθηκε να πάει στο μεροδούλι-μεροφάι. Κι όταν αργότερα η μητέρα διάβασε την πρόσκληση για τη Γενική Συνέλευση του Ομίλου Κάβαλιερ Ελλάδας, εκείνη που ο πατέρας είχε «συντάξει» χθες βράδυ με τόση επιμονή, θα πρέπει να τον βαθμολόγησε πολύ αυστηρά σε μήνυμα που του έστειλε, γιατί του έγραψε «αν έδινες πανελλήνιες, με τέτοια εικόνα που είχε το γραπτό σου, δεν θα περνούσες ούτε σε ΤΕΙ για νταντάδες σκύλων».

Η μητέρα πιστεύει ότι τα γραπτά μας είναι μεγάλοι ρουφιάνοι, ότι μπορεί να εκθέσουν το χάος που έχουμε στην γκλάβα μας, αν έχουμε χάος, δηλαδή, κι αν, φυσικά, έχουμε γκλάβα. Γιαυτό πρέπει να είναι ευανάγνωστα, στοιχισμένα και διατυπωμένα με σαφήνεια.

Από την άλλη ο πατέρας λέει ότι αυτό που μετράει είναι το ζουμί, ότι δεν πρέπει να κολλάμε σε λεπτομέρειες, αρκεί ο άλλος να πιάσει το νόημα.

Η δική μου ταπεινή, τετράποδη άποψη είναι ότι πρέπει να έρθετε στη Γενική Συνέλευση του Ομίλου Κάβαλιερ Ελλάδας, για να συζητήσετε πολύ πιο ενδιαφέροντα ζητήματα. Το γλωσσολογικό σχίσμα θα το αφήσω να εκκρεμεί, για νά’χω έμπνευση στα επόμενα newsletter.

Με εκτίμηση,
Σάμι Σουσάμι
(βάζω στοίχημα) υιοθετημένη