Καθώς η ασθένεια εξελίσσεται, το κάβαλιερ δυσκολεύεται στην καθημερινή άσκηση, παρουσιάζει δύσπνοια, παραγωγικό βήχα, διατεταμένη κοιλιακή χώρα (διόγκωση της κοιλιάς), απώλεια βάρους και λιποθυμικά επεισόδια.
Η δύσπνοια είναι το πιο κοινό σύμπτωμα και ξεκινά ως υπερβολικό λαχάνιασμα κατά την διάρκεια της άσκησης.
Να σημειωθεί εδώ ότι τα παχύσαρκα κάβαλιερ -όταν παρουσιάζουν την ασθένεια- έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν ταχύτερη εξέλιξη από ό,τι αυτά που βρίσκονται μέσα στα μορφολογικά όρια των 6-8 Kg.
Προσπαθώντας να αντιρρoπήσει την αναπνευστική δυσχέρεια, το κάβαλιερ, εναγωνίως σταματά να παίζει κρατώντας τους αγκώνες του μακριά από τον θώρακα, ενώ συχνά εμφανίζει σαφή απροθυμία να κάτσει.
Όσο η νόσος εξελίσσεται, κατά την διάρκεια της μυοκαρδιακής ανακατασκευής, ολοένα και περισσότερες εφεδρείες εμφανίζονται στην προσπάθεια του οργανισμού να ικανοποιήσει τις αυξημένες ανάγκες της καρδιάς. Παράλληλα όμως, αυτή η αδυναμία της καρδιάς να λειτουργήσει ως αντλία συνεπάγεται την ολοένα και μειωμένη τροφοδοσία με αίμα των ζωτικών οργάνων του κάβαλιερ.
Σε προχωρημένες καταστάσεις, μπορεί να εμφανιστεί αφυδάτωση εξαιτίας της συνεχούς προσπάθειας των νεφρών να αντισταθμίσουν την μειωμένη ροη αίματος σε αυτούς καθώς και αλλαγή του χρώματος του δέρματος και του τριχώματος (πιο χλωμό).
Ενδέχεται να εμφανιστεί ασκίτης (υγρό στην κοιλιά).
Η υπερτροφία της καρδιάς προκαλεί πίεση στις αναπνευστικές οδούς με την εμφάνιση ξηρού βήχα, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστεί και αναπνευστικό σοκ.
Συνήθως σε τελικά στάδια εμφανίζεται πνευμονικό οίδημα ή / και συγκοπτικά επεισόδια, τα οποία προκύπτουν από τη μειωμένη ροή αίματος στον εγκέφαλο.
Η καρδιακή καχεξία είναι αποτέλεσμα της απώλειας της όρεξης καθώς και της μείωσης του σωματικού βάρους.
Το τελικό αποτέλεσμα της ανεπάρκειας της μιτροειδούς βαλβίδας είναι η ολική καρδιακή ανεπάρκεια και ο θάνατος.